- εκατοστός
- -ή, -ό (AM ἑκατοστός, -ή, -όν)αυτός που αντιστοιχεί κατά σειρά και κατά τάξη στον αριθμό εκατό, αυτός που βρίσκεται μετά τον ενενηκοστό ένατο και πριν τον εκατοστό πρώτονεοελλ.1. το ουδ. ως ουσ. το εκατοστόα) το εκατοστημόριο, κάθε ένα από τα εκατό ίσα μέρη ή μόρια στα οποία διαιρείται ένα ποσό ή ένα μέγεθοςβ) η τελευταία υποδιαίρεση τών νομισματικών μονάδων σε όσα κράτη ισχύει το δεκαδικό σύστημαγ) το εκατοστό τού μέτρου, το εκατοστόμετροδ) ποσό εκατοντάκις μικρότερο από κάποιο άλλο με το οποίο γίνεται σύγκριση2. φρ. «μια ή καμιά εκατοστή» — η εκατοντάδα ή περίπου εκατοντάδααρχ.1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἑκατοστήη εκατοστή μοίρα, το εκατοστό μέρος τής αξίας κάποιου πράγματος ως φόρου («τὰ τέλη καὶ τὰ πολλὰς ἑκατοστάς»)2. φρ. «ἑκατοστὰ φέρειν» — το να παράγει κάποιος εκατονταπλάσια.
Dictionary of Greek. 2013.